- Πολυχάρμου
- Πολύχαρμοςvery warlikemasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολυχάρμου — πολύχαρμος very warlike masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυκιακός — ή, ό (Α λυκιακός, ή, όν) [Λυκία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Λυκία ή στους κατοίκους της («τῆς Λυκιακῆς θαλάσσης», Λουκιαν.) νεοελλ. φρ. «λυκιακοί τάφοι» αρχαιολ. ιδιότυποι λαξευτοί τάφοι στη Λυκία αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ Λυκιακά… … Dictionary of Greek
φιλίσκος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ποιητής της Μέσης Κωμωδίας. Το όνομά του βρίσκεται στους καταλόγους των νικητών των Ληναίων γύρω στα 377 π.Χ. Είναι γνωστοί οι τίτλοι των έργων του Διός γοναί, Φιλάργυροι, Θεμιστοκλής κ.ά. 2. Φ. ο Μιλήσιος. Μαθητής… … Dictionary of Greek